- βάθροις
- βάθρονthat on which anything stepsneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AMBO — Walafrido Straboni ab ambiendo, aliis melius a Graeco ἀναβαίνειν, i. e. ascendere, pulpitum est seu tribunal aedis sacrae, ad quod gradibus ascenditur. Paulus Warnefridus in Episcopis Mett. in Chrodegango: Construxit etiam ambonem aurô argentôque … Hofmann J. Lexicon universale
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek
ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ … Dictionary of Greek